- φιλομάκελλος
- -ον, Μ1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μάκελλος (< μάκελλα)].
Dictionary of Greek. 2013.